- πολυαρχία
- ηκαθεστώς ή κατάσταση όπου εξουσιάζουν, κυβερνούν πολλοί: Η πολυαρχία κάνει δύσκολη τη λήψη αποφάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυαρχία — πολυαρχίᾱ , πολυαρχία command fem nom/voc/acc dual πολυαρχίᾱ , πολυαρχία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχίᾳ — πολυαρχίαι , πολυαρχία command fem nom/voc pl πολυαρχίᾱͅ , πολυαρχία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχία — η, ΝΜΑ [πολύαρχος] καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολλά πρόσωπα νεοελλ. 1. εξουσία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενότητας 2. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελείται από πολλά αυτοτελή στοιχεία,… … Dictionary of Greek
πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… … Dictionary of Greek
πολυαρχίας — πολυαρχίᾱς , πολυαρχία command fem acc pl πολυαρχίᾱς , πολυαρχία command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχίαι — πολυαρχία command fem nom/voc pl πολυαρχίᾱͅ , πολυαρχία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχίαν — πολυαρχίᾱν , πολυαρχία command fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχιῶν — πολυαρχία command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχίαις — πολυαρχία command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρχικός — ή, ό, Ν [πολυαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυαρχία … Dictionary of Greek